
Του Αλέξη Ηλιάδη
Ιδιοφυής, μεγάλος, πρωτοπόρος. Όπως και να τον χαρακτηρίσει κανείς, ο Λύσιππος είναι ο καλλιτέχνης που άλλαξε τους κανόνες, ο γλύπτης που κατέκτησε την τρίτη διάσταση του χώρου. Κατατάσσεται στους σημαντικότερους γλύπτες της αρχαιότητας, μαζί με τον Φειδία, τον Μύρωνα, τον Πολύκλειτο, τον Πραξιτέλη και τον Σκόπα.
Γεννήθηκε στη Σικυώνα της Κορινθίας στις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ. και πέθανε στα τέλη του ίδιου αιώνα.
Τα έργα του, φτιαγμένα από χαλκό, χάθηκαν σε εποχές πολέμων και λεηλασιών -πολλά μεταφέρθηκαν από Ρωμαίους στη Ρώμη. Διασώθηκαν μόνο μερικά αντίγραφα, κυρίως ρωμαϊκής εποχής.
Το σπουδαιότερο από τα έργα που αποδίδονται στον Σικυώνιο γλύπτη είναι ο «Αποξυόμενος» [φωτογραφία παρακάτω], μαρμάρινο αντίγραφο του οποίου βρίσκεται στο Μουσείο του Βατικανού. Πολύ σημαντικά είναι επίσης ο «Καιρός», ο «Δίας», ο «Ηρακλής Farnese» ή «Κουρασμένος Ηρακλής» ο «Επιτραπέζιος Ηρακλής» και η «Πράξιλλα». Ένα από τα αντίγραφα του «Ηρακλή Farnese» που διασώθηκαν υπογράφεται από τον Αθηναίο γλύπτη Γλύκωνα.
Την πιο λεπτομερή μαρτυρία για τη ζωή και το έργο του Λυσίππου -που ήταν ο προσωπογράφος και ανδριαντοποιός του Μεγάλου Αλεξάνδρου- την έχουμε από τον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο (Naturalis historia 34.61-65) ο οποίος αναφέρει, μεταξύ άλλων, για τον Σικυώνιο γλύπτη: «Λέγεται ότι συνέβαλε πολύ στην πρόοδο της γλυπτικής, αποδίδοντας πιστά τα μαλλιά, κάνοντας κεφάλια πιο μικρά από ό,τι οι παλιοί, τα σώματα πιο λεπτά και πιο στεγνά, ώστε τα αγάλματα του να φαίνονται περισσότερο ραδινά. Δεν υπάρχει λατινική λέξη για τη συμμετρία, την οποία ακολούθησε με μεγάλη επιμέλεια, αντικαθιστώντας με ένα εντελώς καινούργιο σύστημα αναλογιών το «τετράγωνο» στήσιμο των παλιότερων έργων. Συνήθιζε να λέει ότι εκείνοι (οι παλιοί) παρίσταναν τους ανθρώπους όπως είναι, ενώ ο ίδιος όπως φαίνονται».
Με τον Λύσιππο ξεκινά το ελληνιστικό «μπαρόκ», σύμφωνα με τον Ιταλό καθηγητή αρχαιολογίας και ιστορίας της ελληνικής και ρωμαϊκής τέχνης Paolo Moreno, ειδικό στα θέματα του έργου του Σικυώνιου γλύπτη. Σε κείμενό του με τίτλο «Τόποι του Λυσίππου» ο Paolo Moreno αναφέρει:
«Οι ακτές της Ακαρνανίας ήταν ο τελευταίος σταθμός του στην πορεία προς τη Δύση και εκεί κάτοικοι του Τάραντα, που είχαν στενές επαφές με τη γειτονική Ήπειρο, πλησίασαν τον Λύσιππο και του πρότειναν να δημιουργήσει στην πόλη τους αγάλματα πρωτοφανούς μεγέθους. Στον Τάραντα οι κολοσσοί του Δία και του Ηρακλή είναι τα τελευταία έργα του Λυσίππου και συγχρόνως η αρχή του ελληνιστικού μπαρόκ που θα διαδοθεί στην Ανατολή από τους μαθητές του. Ο Χάρης θα «επαναλάβει» τον Δία στον Κολοσσό της Ρόδου, και ο Ευτυχίδης θα δημιουργήσει την Τύχη της Αντιόχειας στις διαστάσεις του Σκεπτόμενου Ηρακλή».
Τον όρο «μπαρόκ» τον χρησιμοποίησαν μελετητές για να περιγράψουν μια τάση της ελληνιστικής τέχνης, θεωρώντας ότι η τάση αυτή έχει ομοιότητες με το ευρωπαϊκό μπαρόκ του 17ου και των αρχών του 18ου αιώνα. Χρησιμοποίησαν επίσης τους όρους «ροκοκό» και «ρεαλισμός» και μίλησαν για ελληνιστικό «ροκοκό» και για ελληνιστικό «ρεαλισμό». Κύρια χαρακτηριστικά του ελληνιστικού «μπαρόκ» είναι οι μνημειώδεις διαστάσεις, η θεατρικότητα, ο υπερβολικά δραματικός τόνος, το υπερβολικό πάθος (συναίσθημα) και η κίνηση. Τα πιο γνωστά δείγματα ελληνιστικού «μπαρόκ» είναι η «Γιγαντομαχία» του Βωμού της Περγάμου -το «μπαρόκ» ταυτίστηκε με το ύφος της Σχολής της Περγάμου- το σύμπλεγμα «Ο Γαλάτης και η γυναίκα του», η «Νίκη της Σαμοθράκης» και το σύμπλεγμα «Λαοκόων» που άσκησε τεράστια επίδραση στη Δυτική τέχνη και των Αναγεννησιακών χρόνων.
Πρόδρομος του ελληνιστικού «μπαρόκ» και γενικότερα της ελληνιστικής τέχνης ήταν ο Λύσιππος. Αγάλματα με κολοσσιαίο μέγεθος φιλοτέχνησε και ο Φειδίας, όμως θεωρείται ότι ο Λύσιππος και οι μαθητές του ώθησαν πραγματικά στη δημιουργία κολοσσιαίων έργων. Τα νέα στοιχεία που εισήγαγε ο Σικυώνιος γλύπτης, η κατάκτηση της τρίτης διάστασης -με τον «Αποξυόμενο»-, η μεταβολή των αναλογιών του σώματος -με την αλλαγή των κανόνων που ίσχυαν έως τότε-, άνοιξαν πολλούς δρόμους για τους καλλιτέχνες. Η τέχνη του χρυσού αιώνα έχει δώσει αριστουργήματα όμως και η τέχνη της ελληνιστικής εποχής (323-31 π.Χ.) περιλαμβάνει πολλά έργα υψηλής ποιότητας.
Στις φωτογραφίες:
1. «Ηρακλής Farnese». Αρχαιολογικό Μουσείο Αττάλειας, Τουρκία
2. «Αποξυόμενος». Μουσείο του Βατικανού