O σκηνοθέτης της ταινίας «The End»,Τζόσουα Οπενχάιμερ, στο ΑΠΕ ΜΠΕ

«Για εμάς υπάρχει ακόμα ένας ουρανός και αν θέλουμε να παραμείνουμε ζωντανοί κάτω από αυτόν τον ουρανό και θέλουμε τα παιδιά και τα εγγόνια μας να κληρονομήσουν έναν κόσμο με ουρανό, καλύτερα να αλλάξουμε πορεία αμέσως τώρα». Το προειδοποιητικό μήνυμα και ταυτόχρονα κάλεσμα για ανάληψη δράσης για το κλίμα πριν να είναι πολύ αργά, που επιδιώκει να στείλει ο Τζόσουα Οπενχάιμερ, μέσω της πρώτης του ταινίας μυθοπλασίας «The End», η οποία διαδραματίζεται σε ένα καταφύγιο, δεκαετίες αφότου η περιβαλλοντική καταστροφή έχει καταστήσει τον κόσμο μη κατοικήσιμο, αποσαφηνίζει ο ίδιος ο σκηνοθέτης, σε συνέντευξή του στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Ο δύο φορές υποψήφιος για Όσκαρ Καλύτερου Ντοκιμαντέρ σκηνοθέτης υπογράμμισε ότι η ταινία «The End», που προβάλλεται από σήμερα στους κινηματογράφους, είναι μία επανεφεύρεση του μιούζικαλ, μία ιστορία για την αγάπη και την αυταπάτη, για την κλιματική κατάρρευση και για τη συμπεριφορά προς τον ξένο και παρ' ότι «φαίνεται να αφορά το μέλλον μας, στην πραγματικότητα είναι ένα πορτρέτο του παρόντος μας και προσφέρεται ως προειδοποίηση».
«Η ταινία είναι μια επανεφεύρεση, στην πραγματικότητα, του είδους μιούζικαλ και εξερευνά τις ζωές μιας από τις τελευταίες ανθρώπινες οικογένειες σε ένα καταφύγιο, περίπου 25 χρόνια αφότου η περιβαλλοντική κατάρρευση άφησε τον κόσμο σχεδόν ακατοίκητο», ανέφερε ο Αμερικανός σκηνοθέτης.
Επιπλέον εξήγησε ότι, όπως και τα ντοκιμαντέρ του «The Act of Killing» και «The Look of Silence», με θέμα τα μαζικά εγκλήματα που διαπράχθηκαν από το δικτατορικό καθεστώς στην Ινδονησία του '60, η ταινία «The End», η οποία προβλήθηκε στην τελετή λήξης του 65ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης είναι ένας στοχασμός για την αφήγηση. «Έχει να κάνει με το πώς λέμε ιστορίες, με το πώς λέμε ψέματα στον εαυτό μας για να κρύψουμε τον κόσμο από τον εαυτό μας, με το πώς λέμε ψέματα στον εαυτό μας για να κρύψουμε τον εαυτό μας από τον εαυτό μας, πώς επινοούμε και προσκολλιόμαστε σε δικαιολογίες για να μετριάσουμε τις τύψεις μας και πόσο εκπληκτικά καταφέρνουμε να πιστέψουμε αυτές τις δικαιολογίες», υπογράμμισε ο Τζόσουα Οπενχάιμερ.
«Πρόκειται για τη γνωστική ασυμφωνία και τις φοβερές συνέπειες αυτής σε προσωπικό επίπεδο και σε μια μεμονωμένη οικογένεια και στην ευρύτερη οικογένεια της ανθρωπότητας», τόνισε ο σκηνοθέτης, διευκρινίζοντας ότι οι χαρακτήρες του κινηματογραφικού έργου είναι ανώνυμοι «γιατί είμαστε όλοι εμείς». «Η ταινία έχει δύο αλληγορικά επίπεδα. Είναι μια αλληγορία για όλη την ανθρωπότητα ως οικογένεια και μια αλληγορία για την κάθε οικογένειά μας», συμπλήρωσε.
Απαντώντας στην ερώτηση, αν στην ιστορία του κυριαρχούν οι έννοιες της ενοχής, της απληστίας, της λύπης, ο Τζόσουα Οπενχάιμερ επισήμανε ότι όλες μπορούν να ενοποιηθούν σε μια κατάσταση, την αγάπη και ότι η ταινία «The End» είναι για την αγάπη. «Τι ειλικρίνεια απαιτεί η αληθινή αγάπη; Και δεν μιλάω μόνο για την αληθινή, ρομαντική αγάπη. Μιλάω για την αγάπη μεταξύ μητέρας και παιδιού, μεταξύ συντρόφων. Και μιλάω, επίσης, για το διαφορετικό είδος αγάπης, την αγάπη για τη ζωή που απαιτεί αλληλεγγύη και σεβασμό, ενσυναίσθηση και συμπερίληψη για ολόκληρη την ανθρώπινη κοινότητα, ολόκληρη την ανθρώπινη οικογένεια από την οποία εξαρτόμαστε» είπε. «Ξέρετε», πρόσθεσε, «ζούμε σε μια εποχή τώρα, στην οποία η λέξη οικογένεια χρησιμοποιείται ως όπλο φόβου και για να εμπνεύσει μίσος, ακόμη και βία. Και πρόκειται για μία νόθευση της ιδέας της οικογένειας, η οποία μπορεί να είναι κάτι ιερό».
«Στην ουσία», υπογράμμισε, «πρόκειται για την εξύψωση της έννοιας μιας ιδιωτικής οικογένειας, πολύ κλειστής, πυρηνικής οικογένειας πάνω από κάθε είδους ευρύτερη οικογένεια. Και αυτό αντιστρέφει την αίσθηση του τι είναι αγάπη, επειδή σκεφτόμαστε "εντάξει, η αγάπη υπάρχει εδώ". Στην πραγματικότητα, η όλη εξύψωση της ιδέας της απομονωμένης πυρηνικής οικογένειας είναι μια πράξη βίας. Και ο τρόπος που μπορούμε να το δούμε αυτό στις μέρες μας είναι ο υποδαυλισμός του μίσους για τον ξένο, για άλλου είδους οικογένειες. Προδίδει ή αποκαλύπτει πώς σε όλους μας έχει προωθηθεί ένα είδος ψεύτικης ιδέας αγάπης. Και στο τέλος, βλέπουμε τις συνέπειες του να ζούμε τη ζωή μας με βάση μία ψευδή ιδέα για την αγάπη, μια λανθασμένη αίσθηση αυτού που είναι το πιο σημαντικό», υπογράμμισε.
«Και βλέπουμε ότι οδηγεί την ανθρωπότητα στην εξαφάνιση. Και το βλέπουμε στην ταινία να υποσκάπτει τους δεσμούς που δίνουν νόημα στη ζωή για τους χαρακτήρες της ταινίας, αφήνοντάς τους να ατενίζουν το κενό στο τέλος της ταινίας, ακόμα κι όταν φέρνουν ένα παιδί σε αυτόν τον έρημο κόσμο», ανέφερε ο σκηνοθέτης τονίζοντας ότι η ταινία είναι μια προειδοποιητική ιστορία, «φαίνεται να αφορά το μέλλον μας, αλλά στην πραγματικότητα είναι ένα πορτρέτο του παρόντος μας».
«Θα έλεγα ότι δεν υπάρχει ελπίδα για την οικογένεια στο τέλος της ταινίας, αλλά υπάρχει ως πράξη ελπίδας. Όπως κάθε ιστορία που προειδοποιεί, η ταινία δημιουργήθηκε με την ελπίδα ότι δεν είναι πολύ αργά για εσάς και για μένα, για το κοινό, για τους σημερινούς ανθρώπους να προσέξουν την προειδοποίηση της ταινίας, της ιστορίας», επισήμανε ο Τζόσουα Οπενχάιμερ, ο οποίος γεννήθηκε στο Τέξας, μεγάλωσε στα προάστια της Ουάσινγκτον, στο Νέα Μεξικό και στη Σάντα Φε, σπούδασε στη Βοστόνη και μετακόμισε στην Αγγλία το 1997 και από το 2022 ζει στο Μάλμε, στη Σουηδία.
Όταν οι αλήθειες είναι πολύ μεγάλες, οι χαρακτήρες της ταινίας τραγουδούν
Ο Αμερικανός σκηνοθέτης εξήγησε ακόμη γιατί επέλεξε να παρουσιάσει την ιστορία του ως μιούζικαλ και πώς το ανακοίνωσε στους πρωταγωνιστές Τίλντα Σουίντον, Μάικλ Σάνον, Τζορτζ Μακέι και Μόουζες Ινγκραμ ότι θα τραγουδήσουν. «Το μιούζικαλ είναι το είδος που απογειώνεται και ανυψώνεται μέσα από την ψεύτικη ελπίδα, την αυταπάτη, το ψέμα ότι όλα θα πάνε προς το καλύτερο, την απελπισία που είναι ριζωμένη συνήθως στην αδυναμία ή στη νωθρότητα», τόνισε και εξήγησε ότι οι χαρακτήρες λένε ψέματα στον εαυτό τους, όταν τραγουδάνε. Είναι μια αντιστροφή κατά κάποιο τρόπο, του κλασικού μιούζικαλ, θα έλεγα, είναι μια αποκάλυψη του πώς λειτουργούν πραγματικά τα μιούζικαλ. Οι χαρακτήρες, όταν οι αλήθειες τους είναι πολύ μεγάλες και τα συναισθήματά τους πολύ έντονα για λέξεις, τραγουδούν. Όταν η αλήθεια είναι πολύ σημαντική για να μιλήσουν, τραγουδούν. Αλλά τελικά, στην πραγματικότητα, αυτό που τους κάνει να τραγουδούν είναι όταν αρχίζουν να ξετυλίγονται τα ψέματα και έχουν τις κρίσεις αμφιβολίας, επειδή φθάνει ένας άλλος χαρακτήρας, το Κορίτσι, και φέρνει την αλήθεια. Τότε, εκείνοι καταφεύγουν απεγνωσμένα σε νέες μελωδίες, σε νέα τραγούδια, σε νέα ψέματα, που μπορούν να τραγουδήσουν για να καθησυχάσουν τον εαυτό τους. Αυτό που τους κάνει να τραγουδούν τελικά δεν είναι η αλήθεια, αλλά τα ψέματα. Όταν χτυπούν στον τοίχο της αλήθειας και δεν μπορούν πια να τραγουδήσουν, όταν σωπαίνουν, τότε η αλήθεια ουρλιάζει», είπε ο σκηνοθέτης και αναφερόμενος στις αντιδράσεις των ηθοποιών αποκάλυψε ότι ενθουσιάστηκαν για την ευκαιρία που τους δόθηκε.
Η ταινία ήταν πάντα μιούζικαλ. Αν δεν ήταν μιούζικαλ, θα ήταν μια ζοφερή ιστορία επιστημονικής φαντασίας για μια οικογένεια που αγωνίζεται να επιβιώσει μόνη, μετά την Αποκάλυψη. Το ότι είναι μιούζικαλ, είναι αυτό που το κάνει μια ταινία αφήγησης και αυταπάτης. Και έτσι ήταν πάντα τα μιούζικαλ, είπε ο σκηνοθέτης και διευκρίνισε ότι όταν προσέγγισε τους ηθοποιούς και τους παρουσίασε το σενάριο, τα τραγούδια ήταν ενσωματωμένα σε αυτό. Δεν διάβασαν απλώς ένα σενάριο, αλλά άκουσαν τα τραγούδια, κατάλαβαν ποια θα ερμηνεύσουν, τα οποία έπρεπε να τραγουδηθούν ζωντανά, σε στιγμές ψυχολογικής κατάρρευσης των χαρακτήρων. «Και φυσικά, αυτό ήταν για εκείνους προκλητικό, αλλά και συναρπαστικό γιατί δεν το είχαν ξανακάνει», ανέφερε.
Τα γυρίσματα σε αλατωρυχείο στη Σικελία και οι πίνακες ζωγραφικής ως παράθυρα
Γυρίσματα της ταινίας, διάρκειας τριών εβδομάδων, πραγματοποιήθηκαν σε αλατωρυχείο στη Σικελία, το οποίο επιλέχθηκε μετά από εκτεταμένη έρευνα του Τζόσουα Οπενχάιμερ. «Κάναμε γυρίσματα σε δωμάτια που είχαν κατασκευαστεί ως σκηνικό, αλλά στη συνέχεια και υπόγεια για να δημιουργήσουμε το εξωτερικό του καταφυγίου. Για τρεις εβδομάδες, τα γυρίσματα μεταφέρθηκαν στη Σικελία και για μία μέρα σε ένα άλλο αλατωρυχείο στη Γερμανία», ανέφερε ο Τζόσουα Οπενχάιμερ, ο οποίος κλήθηκε να αποσαφηνίσει γιατί το σπίτι - καταφύγιο της οικογένειας έχει σε όλους τους τοίχους έργα τέχνης τα οποία απεικονίζουν τοπία. «Καθώς οι χαρακτήρες λένε ψέματα στον εαυτό τους, προσπαθούν -μεταξύ άλλων- να ξεχάσουν ότι βρίσκονται κάτω από τη γη. Εμείς, ως θεατές, θα πρέπει επίσης να το ξεχνάμε αυτό μαζί τους κατά διαστήματα. Αν καταφέρνουμε να κάνουμε το κοινό να το ξεχνά αυτό, τότε σε κάποιες στιγμές η αλήθεια μπορεί να έρχεται κατά πρόσωπο ξανά», σημείωσε.
«Σκεφτόμασταν κατά τον σχεδιασμό της παραγωγής ότι αν γυρίζαμε μια ολόκληρη ταινία χωρίς ουρανό, χωρίς αληθινούς εξωτερικούς χώρους και χωρίς παράθυρα, θα νιώθαμε κλειστοφοβία. Χρησιμοποιήσαμε τη συλλογή έργων τέχνης της Μητέρας ως παράθυρα, έτσι ώστε οι φωτεινοί, όμορφοι, ρομαντικοί πίνακες τοπίων να είναι αυτά τα παράθυρα σε μια φύση που δεν υπάρχει πια, σε έναν κόσμο που έχει καταστραφεί και χαθεί. Και δεν θέλαμε απλώς μια ρομαντική εξιδανίκευση της φύσης. Είναι μια φύση που δεν υπήρξε ποτέ, σωστά; Είναι κάτι παραπάνω από τέλεια αναπαράσταση. Είναι ένας χαμένος κόσμος, που δεν υπήρξε ποτέ ως τέτοιος. Όπως οι ιστορίες που λένε οι Γονείς για τον κόσμο. Είναι μια εξιδανίκευση του παρελθόντος. Ταυτόχρονα έπρεπε να έχουμε την αίσθηση του φωτός της ημέρας που μπαίνει. Και έτσι δημιουργήσαμε φεγγίτες, οι οποίοι έχουν προσομοιώσει το φως της ημέρας που εισέρχεται από τις οροφές και μετά διαχέεται στα δωμάτια, αρχιτεκτονικό χαρακτηριστικό που βλέπουμε στα μπαρόκ παλάτια και τις Βερσαλλίες και τον Λευκό Οίκο στην Ουάσιγκτον», ανέφερε και εξήγησε:
«Αντί να χτίσουμε απλώς ένα καταφύγιο, συνειδητοποιήσαμε ότι θα πρέπει να είναι ένα συγκρότημα δωματίων που θα τελειώνει μέσα σε μια ευρύτερη δομή σπηλαίου και ότι θα έπρεπε να είναι τα απομεινάρια ενός ορυχείου. Είδαμε φωτογραφίες από εκατοντάδες ορυχεία και επισκέφτηκα 15 αλατωρυχεία, για να επιλέξω το ιδανικό ώστε να μπορέσουμε να κάνουμε γυρίσματα στο συγκεκριμένο, που έχει αυτό το φωτεινό, ίσως μετα-αποκαλυπτικό, τοπίο».
Υπάρχει ακόμα ένας ουρανός για εμάς
«Ξέρουμε ότι καταστρέφουμε τον πλανήτη και όμως συλλογικά, επειδή είμαστε χωρισμένοι σε αυτές τις απομονωμένες, ιδιοτελείς οικογένειες και επιδιώκουμε το δικό μας οικονομικό συμφέρον και τις δικές μας αποσπασματικές απολαύσεις, δεν έχουμε ακόμη ενωθεί αποτελεσματικά να αλλάξουμε την πορεία. Και αν δεν το κάνουμε, αν δεν ενωθούμε για να αλλάξουμε πορεία πολύ πολύ σύντομα, θα καταλήξουμε σαν την οικογένεια στην ταινία», προειδοποιεί ο Τζόσουα Οπενχάιμερ, ο οποίος σε κάποια σκηνή της ταινίας χρησιμοποιεί μία δήλωση του πρώην διευθύνοντος συμβούλου της Exxon Mobil, Λι Ρέιμοντ.
«Ήταν υπεύθυνος για τη διάδοση τεράστιου όγκου παραπληροφόρησης για τις συνέπειες στο κλίμα. Προέρχεται από μια ομιλία του, κατά την οποία είπε ότι "είναι αλαζονικό να πιστεύουμε ότι μπορούμε να ελέγξουμε τη μοίρα του πλανήτη". Ελπίζω όταν οι άνθρωποι φεύγουν από τον κινηματογράφο να καταλαβαίνουν ότι υπάρχει ακόμα ένας ουρανός για εμάς. Και αν θέλουμε να παραμείνουμε ζωντανοί κάτω από αυτόν τον ουρανό και θέλουμε τα παιδιά και τα εγγόνια μας να κληρονομήσουν έναν κόσμο με ουρανό, καλύτερα να αλλάξουμε πορεία αμέσως τώρα», υπογράμμισε.
«Κάθε φορά διαβάζουμε για εκατοντάδες ή χιλιάδες ανθρώπους που πνίγονται στη Μεσόγειο καθώς προσπαθούν να φτάσουν στην Ευρώπη, καθώς προσπαθούν να ξεφύγουν από τις συνθήκες εξαθλίωσης που τους επιβάλλουμε εν γνώσει μας, ώστε τα τρόφιμα και τα ρούχα και τα καταναλωτικά αγαθά μας να είναι φθηνά, κάθε φορά που διαβάζουμε για τέτοια πράγματα, νιώθουμε στιγμιαία λύπη και, στη συνέχεια, ίσως απελευθερώνουμε αυτή τη θλίψη δημοσιεύοντας ένα emoji στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ώστε να μπορούμε να προχωρήσουμε σε κάτι πιο ευχάριστο και να αποσπάσουμε την προσοχή μας. Έτσι τοποθετούμε τους εαυτούς μας σε ένα καταφύγιο, όπως ακριβώς η οικογένεια στην ταινία. Υπάρχει μια άγνωστη που μπαίνει σε αυτή την οικογένεια και φέρνει μαζί της ένα δώρο. Και το δώρο είναι η ειλικρίνεια και η αποδοχή. Και η οικογένεια δεν μπορεί να δεχτεί το δώρο», επισήμανε.
«Ως άνθρωποι, ως είδος, μπορούμε ακόμα να εμποδίσουμε τον εαυτό μας να εξαφανιστεί. Μπορούμε ακόμα να αντιμετωπίσουμε την κλιματική αλλαγή. Μπορούμε πραγματικά να αποτρέψουμε το τσουνάμι του φασισμού. Αν πραγματικά αναγνωρίσουμε πόσο σοβαρή είναι η κατάσταση και ενωθούμε και μπορούμε επίσης να ζήσουμε πιο στοργικές ζωές στις οικογένειές μας, αν βρούμε πραγματικά το θάρρος να μιλήσουμε για ό,τι είναι δύσκολο, να ζητήσουμε συγχώρεση όπου χρειάζεται και συγχωρήσουμε όπου χρειάζεται», ανέφερε χαρακτηριστικά, στη συνέντευξή του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο Τζόσουα Οπενχάιμερ.
Την ταινία «The End» παρουσιάζει στους κινηματογράφους η Weirdwave, από σήμερα, Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου.
Κατερίνα Γιαννίκη
*Τις φωτογραφίες παραχώρησε στο ΑΠΕ - ΜΠΕ η Weirdwave - Η φωτογραφία του σκηνοθέτη είναι από το ΦΚΘ
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή από επισκέπτες της ιστοσελίδας.