Ο αχυρώνας καίγεται: Ταξικά πάθη και μίση στη σκιά του αμερικανικού εμφυλίου

Βιβλιοκριτική, του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου
Το απανθρακωμένο περιβάλλον που άφησε πίσω του ο αμερικανικός Εμφύλιος, αλλά και οι ριζικές μεταβολές που άρχισαν να επέρχονται ύστερα από το τέλος του στις πολιτείες του Νότου, όταν ξεκίνησε η περίοδος της «ανασυγκρότησης», αποτελούν τον κόσμο ο οποίος απασχόλησε κατ’ επανάληψη τον Ουίλλιαμ Φώκνερ (1897-1962), τόσο στα διηγήματα όσο και στα μυθιστορήματά του. Ο κόσμος αυτός δίνει το παρών και στο διήγημά του «Ο αχυρώνας καίγεται», που κυκλοφορεί σε ένα πολύ κομψό τομίδιο από τις εκδόσεις Κίχλη, σε μετάφραση και επίμετρο του διακεκριμένου πεζογράφου της νεότερης γενιάς Γιάννη Παλαβού.
Πρωταγωνιστές σε αυτή την ιστορία είναι ο μικρός Σάρτυ και ο πατέρας του Άμπνερ Σνόουπς: ένα πρόσωπο φτιαγμένο από ατσάλι, χωρίς έλεος για τους άλλους, όπως και χωρίς καμιά κατανόηση για τη γυναίκα του και τα παιδιά του. Βρισκόμαστε στο τέλος του 19ου αιώνα (αρκετά χρόνια μετά τον Εμφύλιο, που κράτησε από το 1861 μέχρι το 1865) και η οικογένεια Σνόουπς μετακινείται συνεχώς από αγρόκτημα σε αγρόκτημα στις αχανείς εκτάσεις του Νότου ενόσω ο Άμπνερ κάνει ό,τι ακριβώς έκανε και κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου, προσπαθώντας να βγάλει από παντού χρήματα, δίχως την παραμικρή ιδεολογική ή θρησκευτική πίστη. Ο αμοραλισμός και ο σκαιός χαρακτήρας του πατέρα θα τον φέρουν σε σύγκρουση με τον γιο, που σε μιαν αστραπιαία πορεία ενηλικίωσης θα απορρίψει τις απάνθρωπες, σχεδόν εγκληματικές ενέργειες του Άμπνερ (μεταξύ άλλων, τους διαδοχικούς εμπρησμούς του) και θα εγκαταλείψει τους δικούς του στη μέση του πουθενά.
Βασισμένος στον εσωτερικό μονόλογο και την περιπλοκότητα του μακροπερίοδου λόγου του, ο Φόκνερ δεν οδηγεί εύκολα ή μηχανικά τον Σάρτυ, φροντίζοντας να αναδείξει πρώτα όλη την κλίμακα των αισθημάτων που συγκλονίζουν το παιδί μέχρι να πάρει την απόφασή του: από τη μια την ταύτιση με τον πατέρα και το δέος για την άτεγκτη προσωπικότητά του και από την άλλη την απόλυτη απέχθεια για τις επιλογές του. Αναλόγως φιλοτεχνεί ο συγγραφέας και τον Άμπνερ: σκληρός, άδικος και αυθαίρετος με όλους όσοι τον περιβάλλουν και την ίδια ώρα ένας φτωχοδιάβολος, που όντας πιο καταπιεσμένος και πιο φτωχός και από τους μαύρους, αγωνίζεται να συσσωρεύσει πλούτο προκειμένου να παραμερίσει τόσο τους μαύρους όσο και τους παλαιούς αριστοκράτες του Νότου.
Ο Άμπνερ κινείται στους αντίποδες του συνταγματάρχη Σαρτόρις (ο εξαπατημένος μικρός νομίζει πως πολέμησε υπό τις διαταγές του στον Εμφύλιο), ο οποίος συνιστά ηρωική μορφή της μυθιστοριογραφίας του Φώκνερ (τον εμπνεύστηκε από τον προπάππο του). Και οι Σνόουπς, όμως, κατέχουν κυρίαρχη θέση στη μυθοπλασία του αφού το ανά χείρας διήγημα προαναγγέλλει, όπως παρατηρεί ο μεταφραστής στο πυκνό επίμετρό του, την ομώνυμη μυθιστορηματική τριλογία.
Το διήγημα δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1939, προετοιμάζοντας τα μυθιστορήματα «Το χωριό», «Η πόλη» και «Η έπαυλη». Και μολονότι πατέρας κι γιος δεν παίζουν πια κανέναν ρόλο σε αυτά τα έργα, που κάνουν λόγο για άλλους κλάδους της οικογένειας Σνόουπς, ο σπόρος έχει πέσει για τη μυθολογία ενός από τους εμβληματικότερους αμερικανούς μυθιστοριογράφους του πρώτου μισού του 20ου αιώνα.
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή από επισκέπτες της ιστοσελίδας.